οἰστρώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰστρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· [[μανιώδης]], [[ἔκφρων]], ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α. | |lstext='''οἰστρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· [[μανιώδης]], [[ἔκφρων]], ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A raging, frantic, ἐπιθυμίαι Pl.Ti.91b, Lg.734a, Epicur. Sent.Vat.80 ; λύσσαι Ti.Locr.102e.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· μανιώδης, ἔκφρων, ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.
Étymologie: οἶστρος, -ωδης.