εὑρετέος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὑρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45. | |lstext='''εὑρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be discovered, found out, Th.3.45.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.