ἱερατευματικός: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερᾱτευματικός''': -ή, -όν, [[ἱερατικός]], Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.
|lstext='''ἱερᾱτευματικός''': -ή, -όν, [[ἱερατικός]], Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sacerdotal.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεράτευμα]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1240] = ἱερατικός, ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱτευματικός: -ή, -όν, ἱερατικός, Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sacerdotal.
Étymologie: ἱεράτευμα.