τηΰσιος: Difference between revisions
From LSJ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηΰσιος''': -α, -ον, [[μάταιος]], πρὸς οὐδὲν [[ὠφέλιμος]], [[ἀνωφελής]], μή τοι.... σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς Ὀδ. Γ. 316, Ο. 13· τηύσιον [[ἔπος]], [[μάταιος]], τραχὺς [[λόγος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 540. - Ἐπίρρ. τηϋσίως, Θεόκρ. 25. 230. - Ὁ [[τύπος]] ταύσιος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος, καὶ ὁ [[τύπος]] αϋσιος ἐκ τοῦ Ἰβύκου, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 171. 7. | |lstext='''τηΰσιος''': -α, -ον, [[μάταιος]], πρὸς οὐδὲν [[ὠφέλιμος]], [[ἀνωφελής]], μή τοι.... σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς Ὀδ. Γ. 316, Ο. 13· τηύσιον [[ἔπος]], [[μάταιος]], τραχὺς [[λόγος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 540. - Ἐπίρρ. τηϋσίως, Θεόκρ. 25. 230. - Ὁ [[τύπος]] ταύσιος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος, καὶ ὁ [[τύπος]] αϋσιος ἐκ τοῦ Ἰβύκου, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 171. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' DELG vieil adj. poét. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, Dor. τᾱΰσιος (Alcm.92, B.5.81),
A idle, vain, undertaken to no purpose, τηϋσίη ὁδός Od.3.316, 15.13; τηΰσιον ἔπος an idle, rash word, h.Ap.540; μὴ ταΰσιον προΐει ὀϊστόν B. l.c.; τ. πόδες A.R.3.651. Adv. τηϋσίως Theoc.25.230. Cf. αὔσιος.
Greek (Liddell-Scott)
τηΰσιος: -α, -ον, μάταιος, πρὸς οὐδὲν ὠφέλιμος, ἀνωφελής, μή τοι.... σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς Ὀδ. Γ. 316, Ο. 13· τηύσιον ἔπος, μάταιος, τραχὺς λόγος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 540. - Ἐπίρρ. τηϋσίως, Θεόκρ. 25. 230. - Ὁ τύπος ταύσιος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος, καὶ ὁ τύπος αϋσιος ἐκ τοῦ Ἰβύκου, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 171. 7.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
vain, inutile.
Étymologie: DELG vieil adj. poét.