Εὐρωπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Εὐρωπαῖος''': -α, -ον, ὁ [[κάτοικος]] τῆς Εὐρώπης, Διον. Ἁλ. 1. 2· Ἰων. Εὐρωπήϊος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 73. ― Εὐρωπεύς, ὁ, = [[Εὐρωπαῖος]], ὁ αὐτ. 8. 133, 135: θηλ. Εὐρωπίς, ίδος, Στέφ. Βυζ.
|lstext='''Εὐρωπαῖος''': -α, -ον, ὁ [[κάτοικος]] τῆς Εὐρώπης, Διον. Ἁλ. 1. 2· Ἰων. Εὐρωπήϊος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 73. ― Εὐρωπεύς, ὁ, = [[Εὐρωπαῖος]], ὁ αὐτ. 8. 133, 135: θηλ. Εὐρωπίς, ίδος, Στέφ. Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />d’Europe.<br />'''Étymologie:''' [[Εὐρώπη]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὐρωπαῖος Medium diacritics: Εὐρωπαῖος Low diacritics: Ευρωπαίος Capitals: ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ
Transliteration A: Eurōpaîos Transliteration B: Eurōpaios Transliteration C: Evropaios Beta Code: *eu)rwpai=os

English (LSJ)

α, ον, European,

   A ἔθνη D.H.1.2; Ion. Εὐρωπήϊος, η, ον, Hdt.7.73:—later Εὐρώπειος, η, ον, γαίη D.P.152:—fem. Εὐρωπίς, ίδος, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Εὐρωπαῖος: -α, -ον, ὁ κάτοικος τῆς Εὐρώπης, Διον. Ἁλ. 1. 2· Ἰων. Εὐρωπήϊος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 73. ― Εὐρωπεύς, ὁ, = Εὐρωπαῖος, ὁ αὐτ. 8. 133, 135: θηλ. Εὐρωπίς, ίδος, Στέφ. Βυζ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d’Europe.
Étymologie: Εὐρώπη.