Ἰσιακός: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἰσιᾰκός''': ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96. | |lstext='''Ἰσιᾰκός''': ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d’Isis ; ὁ [[Ἰσιακός]] prêtre d’Isis.<br />'''Étymologie:''' [[Ἶσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν,
A of or for Isis, σύνοδος IGRom.1.1303 (Philae, i B.C.): Subst. Ἰσιακός, ὁ, priest of Isis, Dsc.3.23, Plu.2.352b.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰσιᾰκός: ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96.