κρεάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(6_9)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεάδιον''': ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κρέας]], [[τεμάχιον]] κρέατος, «ἕνα κομματάκι [[κρέας]]», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ [[ταρίχιον]] Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.
|lstext='''κρεάδιον''': ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κρέας]], [[τεμάχιον]] κρέατος, «ἕνα κομματάκι [[κρέας]]», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ [[ταρίχιον]] Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de chair, de viande.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κρέας]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

κρεάδιον: ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ κρέας, τεμάχιον κρέατος, «ἕνα κομματάκι κρέας», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit morceau de chair, de viande.
Étymologie: dim. de κρέας.