κυνήγιον: Difference between revisions
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνήγιον''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κυνηγέσιον]], [[θήρα]], [[κυνήγιον]] ὡς καὶ νῦν, Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Ἀθήν. 677Ε· ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 10. 25, 4, καὶ διάφ. γραφὴ ἐν Διοδ. 5. 29, κτλ. 2) [[θήρα]] ἀγρίων θηρίων ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3847b. 8, 4039, 6. | |lstext='''κῠνήγιον''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κυνηγέσιον]], [[θήρα]], [[κυνήγιον]] ὡς καὶ νῦν, Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Ἀθήν. 677Ε· ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 10. 25, 4, καὶ διάφ. γραφὴ ἐν Διοδ. 5. 29, κτλ. 2) [[θήρα]] ἀγρίων θηρίων ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3847b. 8, 4039, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[κυνηγία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, later form for κυνηγέσιον,
A hunt, chase, Ath.15.677e: in pl., Plb.10.22.4, D.S.5.29 (v.l. -ίαις), etc. 2 beast-hunt in the Amphitheatre, = Lat. venatio, CIG3847b8 (Nacolea), OGI533.7 (Ancyra). 3 in pl., game-preserves, D.S.2.8, Philostr.VA2.14. 4 prey, κυνήγια λεόντων ὄναγροι LXX Si.13.19.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνήγιον: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κυνηγέσιον, θήρα, κυνήγιον ὡς καὶ νῦν, Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Ἀθήν. 677Ε· ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 10. 25, 4, καὶ διάφ. γραφὴ ἐν Διοδ. 5. 29, κτλ. 2) θήρα ἀγρίων θηρίων ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3847b. 8, 4039, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. κυνηγία.