Λητώ: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λητώ''': Δωρ. Λᾱτώ, όος, συνῃρ. οῦς, ἡ, Λατ. Latona, [[μήτηρ]] τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὅμ.· [[θυγάτηρ]] τοῦ Κοίου καὶ τῆς Φοίβης, Ἡσ. Θ. 406, πρβλ. 918, κ. ἀλλ., [[ὅστις]] πλὴν τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. Λητὼ μεταχειρίζεται μόνον τὴν συνῃρ. γεν. Λητοῦς, δοτ. Λητοῖ· κλητ. Λητοῖ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 14. 62. | |lstext='''Λητώ''': Δωρ. Λᾱτώ, όος, συνῃρ. οῦς, ἡ, Λατ. Latona, [[μήτηρ]] τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὅμ.· [[θυγάτηρ]] τοῦ Κοίου καὶ τῆς Φοίβης, Ἡσ. Θ. 406, πρβλ. 918, κ. ἀλλ., [[ὅστις]] πλὴν τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. Λητὼ μεταχειρίζεται μόνον τὴν συνῃρ. γεν. Λητοῦς, δοτ. Λητοῖ· κλητ. Λητοῖ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 14. 62. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Lêtô (Latone) <i>mère d’Apollon et d’Artémis</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. Λᾱτώ, όος, contr. οῦς, ἡ, Leto, mother of Apollo and Artemis, Il.21.497, Hes.Th.406, cf. 918, al.; on the accent of the acc. sg., v. Hdn.Gr.2.33; voc.
A Λητοῖ Il.21.498, h.Ap.14, 62. (Dor. uncontr.acc. Λητόα Tyrannio ap.Sch.Gen.Il.21.497):—Adj. Λητῷος, α, ον, of or born from Leto, κόρη A.Fr.170, S.El.570; Dor. Λᾱτῴα AP 6.280:—fem. also Λητωῐάς, άδος, Call.Dian.83, Opp.C.1.109, etc.; and Λητωΐς, Dor. Λᾱτ-, ΐδος, AP6.272 (Pers.), A.R.2.938. II Λητῷον, τό, temple of L., Arist.EE1214a2, Str.14.3.6. III Λητῷα, τά, festival in honour of L., IG11(2).161 A 93 (Delos, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
Λητώ: Δωρ. Λᾱτώ, όος, συνῃρ. οῦς, ἡ, Λατ. Latona, μήτηρ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὅμ.· θυγάτηρ τοῦ Κοίου καὶ τῆς Φοίβης, Ἡσ. Θ. 406, πρβλ. 918, κ. ἀλλ., ὅστις πλὴν τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. Λητὼ μεταχειρίζεται μόνον τὴν συνῃρ. γεν. Λητοῦς, δοτ. Λητοῖ· κλητ. Λητοῖ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 14. 62.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Lêtô (Latone) mère d’Apollon et d’Artémis.