μαχαιρίς: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰχαιρίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[μάχαιρα]], [[ξυράφιον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 413· μικρὰ μ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 19, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πληθ., ὁ κουρεὺς τὰς μαχαιρίδας λαβὼν Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 7.
|lstext='''μᾰχαιρίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[μάχαιρα]], [[ξυράφιον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 413· μικρὰ μ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 19, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πληθ., ὁ κουρεὺς τὰς μαχαιρίδας λαβὼν Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 7.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />rasoir.<br />'''Étymologie:''' [[μάχαιρα]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαχαιρίς Medium diacritics: μαχαιρίς Low diacritics: μαχαιρίς Capitals: ΜΑΧΑΙΡΙΣ
Transliteration A: machairís Transliteration B: machairis Transliteration C: machairis Beta Code: maxairi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, butcher's

   A cleaver, Ar.Eq.412; knife, μικρὰ μ. Plu.Art.19, cf. Luc.Ind.29; dagger, Str.16.4.17; pl., shears, scissors, ὁ κουρεὺς τὰς μ. λαβών Eup.278, cf. Poll.10.140.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ μάχαιρα, ξυράφιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 413· μικρὰ μ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 19, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πληθ., ὁ κουρεὺς τὰς μαχαιρίδας λαβὼν Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 7.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
rasoir.
Étymologie: μάχαιρα.