μεταλλακτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλακτός''': -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
|lstext='''μεταλλακτός''': -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />changé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταλλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλακτός Medium diacritics: μεταλλακτός Low diacritics: μεταλλακτός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: metallaktós Transliteration B: metallaktos Transliteration C: metallaktos Beta Code: metallakto/s

English (LSJ)

όν,

   A changed, altered, δαίμων A.Th. 706 (lyr.).    II to be changed or altered, Pi.Fr.220.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλακτός: -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
changé.
Étymologie: adj. verb. de μεταλλάσσω.