ὁδοιπόριον: Difference between revisions

From LSJ

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδοιπόριον''': τό, ὁ [[ναῦλος]] ταξιδίου διδόμενος εἰς τὸν πλοίαρχον, ἢ αἱ διὰ τὸ ταξίδιον ζωοοτροφίαι, Λατ. viaticum, ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «τὴν [[ὑπὲρ]] τοῦ συνοδεῦσαι [[ἤτοι]] συμπλεῦσαι ἑστίασιν» Ὀδ. Ο. 506· πρβλ. εφόδιον.
|lstext='''ὁδοιπόριον''': τό, ὁ [[ναῦλος]] ταξιδίου διδόμενος εἰς τὸν πλοίαρχον, ἢ αἱ διὰ τὸ ταξίδιον ζωοοτροφίαι, Λατ. viaticum, ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «τὴν [[ὑπὲρ]] τοῦ συνοδεῦσαι [[ἤτοι]] συμπλεῦσαι ἑστίασιν» Ὀδ. Ο. 506· πρβλ. εφόδιον.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />prix du transport.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδοιπόρος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπόριον Medium diacritics: ὁδοιπόριον Low diacritics: οδοιπόριον Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΙΟΝ
Transliteration A: hodoipórion Transliteration B: hodoiporion Transliteration C: odoiporion Beta Code: o(doipo/rion

English (LSJ)

τό,

   A passagemoney paid to a ship-master, or provisions for the voyage, Od.15.506 : pl., Sammelb.7243.5 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπόριον: τό, ὁ ναῦλος ταξιδίου διδόμενος εἰς τὸν πλοίαρχον, ἢ αἱ διὰ τὸ ταξίδιον ζωοοτροφίαι, Λατ. viaticum, ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «τὴν ὑπὲρ τοῦ συνοδεῦσαι ἤτοι συμπλεῦσαι ἑστίασιν» Ὀδ. Ο. 506· πρβλ. εφόδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prix du transport.
Étymologie: ὁδοιπόρος.