ὀστακός: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστᾰκός''': ὁ, = [[ἀστακός]], «τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ο ὀστακὸν λέγουσιν, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας» Ἀθήν. 105Β, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀστακός]]· [[εἶδος]] καράβου· οἱ δὲ ἀστακὸν λέγουσιν», πρβλ. Φώτ. ἐν λ. | |lstext='''ὀστᾰκός''': ὁ, = [[ἀστακός]], «τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ο ὀστακὸν λέγουσιν, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας» Ἀθήν. 105Β, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀστακός]]· [[εἶδος]] καράβου· οἱ δὲ ἀστακὸν λέγουσιν», πρβλ. Φώτ. ἐν λ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />homard, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἀστράγαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀστακός, lobster, Aristomen.6, Eun.Hist.p.251 D.: as pr. n. Ὄστακος Inscr.Délos442A 20 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀστᾰκός: ὁ, = ἀστακός, «τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ο ὀστακὸν λέγουσιν, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας» Ἀθήν. 105Β, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀστακός· εἶδος καράβου· οἱ δὲ ἀστακὸν λέγουσιν», πρβλ. Φώτ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
homard, poisson.
Étymologie: DELG cf. ἀστράγαλος.