περικνημίς: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικνημίς''': -ῖδος, ἡ, [[περικάλυμμα]] τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9. | |lstext='''περικνημίς''': -ῖδος, ἡ, [[περικάλυμμα]] τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῖδος (ἡ) :<br />armure des jambes, jambart.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κνήμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 580] ῖδος, ἡ, Bedeckung der Wade, Beinschiene; D. Hal. 4, 16; Plut. Philop. 9.
Greek (Liddell-Scott)
περικνημίς: -ῖδος, ἡ, περικάλυμμα τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
armure des jambes, jambart.
Étymologie: περί, κνήμη.