πλατός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾱτός''': -ή, -όν, ([[πελάζω]]) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον [[σφάλμα]] συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, [[ἄπλαστος]] ἀντὶ [[ἄπλατος]]. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ. | |lstext='''πλᾱτός''': -ή, -όν, ([[πελάζω]]) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον [[σφάλμα]] συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, [[ἄπλαστος]] ἀντὶ [[ἄπλατος]]. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />dont on peut s’approcher.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (πελάζω)
A approachable, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι A.Eu. 53 (Elmsl. for πλαστοῖσι, cf. πλατά· προσπέλαστα, Phot.).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾱτός: -ή, -όν, (πελάζω) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον σφάλμα συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἄπλαστος ἀντὶ ἄπλατος. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on peut s’approcher.
Étymologie: adj. verb. de πελάω.