3,277,121
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσχωρέω''': μέλλ. -ήσω, Θουκ. 2. 2, 79· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], -ήσομαι ὁ αὐτ. 8. 48, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16, Πλάτ. Πολ. 539Α. Χωρῶ [[πρός]] τινα, [[πλησιάζω]], [[μετὰ]] δοτ., προσεχώρεον... τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Θουκ. 3. 32· ἀπόλ., ἀντίθετον τῷ ἀπιέναι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν [[προσέρχομαι]], συντάσσομαί τινι, τῷ Ἑλληνικῷ ἔθνει Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 7. 235· τῷ Μήδῳ ὁ αὐτ. 1. 74, πρβλ. 2. 2, κτλ.· [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 3. 61, Δημ. 171, ἐν τέλ.· ἀπόλ., Θουκ. 2. 79., 3. 7, 52, κἀλλ.·[[ὡσαύτως]], πρ. ἐς ὁμολογίαν ἢ ὁμολογίᾳ Ἡρόδ. 7. 156, Θουκ. 1. 117., 2. 100· πρ. ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 1. 103· πρὸς ὁποῖον βίον ἄλλον... προσχωρήσεται, πρὸς ὁποῖον [[ἄλλο]] [[εἶδος]] βίον θὰ παραδώσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 539Α. 2) συμφωνῶ [[πρός]]..., [[παραδέχομαι]], οὐκ οὐδὲ ὁ θεὸς προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηίας γνώμας Ἡρόδ. 8. 60, 3, πρβλ. 8. 108., 9. 55· πρ. λόγοις τινὸς Σοφ. Φιλ. 964· [[κάρτα]] πρ. πόλει, ὡς τὸ συγχωρεῖν, Εὐρ. Μήδ. 222. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσχωρεῖ· συμμίσγεται». 3) [[πλησιάζω]], συμφωνῶ, εἶμαι [[ὅμοιος]], τὰ νόμαια Θρήιξι Ἡρόδ. 4. 104· γλῶσσαν πρὸς τὸ Καρικὸν [[ἔθνος]] ὁ αὐτ. 1. 172. 4) δίδω πίστιν, [[πιστεύω]] εἰς..., τινι ὁ αὐτ. 5. 45. | |lstext='''προσχωρέω''': μέλλ. -ήσω, Θουκ. 2. 2, 79· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], -ήσομαι ὁ αὐτ. 8. 48, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16, Πλάτ. Πολ. 539Α. Χωρῶ [[πρός]] τινα, [[πλησιάζω]], [[μετὰ]] δοτ., προσεχώρεον... τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Θουκ. 3. 32· ἀπόλ., ἀντίθετον τῷ ἀπιέναι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν [[προσέρχομαι]], συντάσσομαί τινι, τῷ Ἑλληνικῷ ἔθνει Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 7. 235· τῷ Μήδῳ ὁ αὐτ. 1. 74, πρβλ. 2. 2, κτλ.· [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 3. 61, Δημ. 171, ἐν τέλ.· ἀπόλ., Θουκ. 2. 79., 3. 7, 52, κἀλλ.·[[ὡσαύτως]], πρ. ἐς ὁμολογίαν ἢ ὁμολογίᾳ Ἡρόδ. 7. 156, Θουκ. 1. 117., 2. 100· πρ. ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 1. 103· πρὸς ὁποῖον βίον ἄλλον... προσχωρήσεται, πρὸς ὁποῖον [[ἄλλο]] [[εἶδος]] βίον θὰ παραδώσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 539Α. 2) συμφωνῶ [[πρός]]..., [[παραδέχομαι]], οὐκ οὐδὲ ὁ θεὸς προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηίας γνώμας Ἡρόδ. 8. 60, 3, πρβλ. 8. 108., 9. 55· πρ. λόγοις τινὸς Σοφ. Φιλ. 964· [[κάρτα]] πρ. πόλει, ὡς τὸ συγχωρεῖν, Εὐρ. Μήδ. 222. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσχωρεῖ· συμμίσγεται». 3) [[πλησιάζω]], συμφωνῶ, εἶμαι [[ὅμοιος]], τὰ νόμαια Θρήιξι Ἡρόδ. 4. 104· γλῶσσαν πρὸς τὸ Καρικὸν [[ἔθνος]] ὁ αὐτ. 1. 172. 4) δίδω πίστιν, [[πιστεύω]] εἰς..., τινι ὁ αὐτ. 5. 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> s’avancer vers, s’approcher de, τινι;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> passer du côté de, se joindre à : τινι [[ἐς]] ξυμμαχίαν THC entrer dans l’alliance de qqn ; λόγοις τινός SOPH s’associer aux paroles de qqn ; πρὸς [[τὰς]] γνώμας HDT se rendre à l’avis de qqn;<br /><b>2</b> se rapprocher de, avoir du rapport avec, <i>en ce sens d’ord. au pf.</i> : προσκεχωρηκέναι [[τί]] τινι HDT avoir qqe rapport avec qqn ; προσχωρεῖν τὴν γλῶσσαν πρὸς [[ἔθνος]] HDT avoir, pour la langue, qqe rapport avec une (autre) race;<br /><b>3</b> avoir confiance en.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χωρέω]]. | |||
}} | }} |