προσχωρέω
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
A fut. -ήσω Th.2.2,79; also -ήσομαι Id.8.48, X.HG7.4.16, Pl.R. 539a:—go to, approach, c. dat., προσεχώρεον πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ Hdt.4.112, cf. Th.3.32, Epicur.Nat.2.3: abs., opp. ἀπιέναι, X.Mem.4.3.8.
II come or go over to, join, [τῷ Ἑλληνικῷ ἔθνεϊ] Hdt.1.58, cf. 7.235; τῷ Μήδῳ Th.1.74, cf. 2.2, etc.; πρός τινα Hdt.4.120, Th.3.61, D.13.20: abs., Th.2.79, 3.7, 52, al.; also π. ἐς ὁμολογίην Hdt.7.156; ὁμολογίᾳ Th.1.117, 2.100; π. Ἀθηναίοις ἐς ξυμμαχίαν Id.1.103; πρὸς ὁποῖον βίον ἄλλον.. προσχωρήσεται to what other sort of life he will give himself up, Pl. l.c.
2 side with, support, οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ θεὸς προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας Hdt.8.60.γ; πρός τινας Id.9.55; τούτοισι Id.5.45; comply with, τοῦδε π. λόγοις S.Ph.964; π. πόλει E.Med. 222.
3 approach, i.e. agree with, be like, τὰ νόμαια Θρήϊξι προσκεχωρήκασι Hdt.4.104; γλῶσσαν πρὸς τὸ Καρικὸν ἔθνος Id.1.172.
4 of funds, to be applied, εἰς συνωνὴν πυροῦ POxy.909.20 (iii A.D.).
5 μὴ προσχωρηθέντος written in error for μήποτε χωρισθέντος in UPZ35.17 (ii B.C., cf. 36.15).
German (Pape)
[Seite 789] hinzugehen, hinzutreten; στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ, Her. 4, 112; Thuc. 3, 32; von der Sonne, sich nähern, Xen. Mem. 4, 3, 8. – Gew. übtr., beitreten, der Partei oder der Meinung eines Andern, d. i. sie billigen, einwilligen, τοῖς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις, Soph. Phil. 952; πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας, Her. 8, 60, 3; προσεχώρησαν καὶ Μεγαρῆς Ἀθηναίοις εἰς ξυμμαχίαν, Thuc. 1, 103; fut. aus med., Plat. Rep. VII, 539 a; Xen. u. Folgde, oft Pol., 1, 17, 2. 1, 29, 3 u. sonst. – Sich für überwunden erklären, sich ergeben, Xen. Hell. oft, vgl. 1, 2, 3. 6, 9. 4, 8, 30. – Auch = nahe kommen, übereinkommen, ähnlich sein, im perf., τινί, Her. 4, 104, πρός τι, 1, 172. hinzugehen, hinzutreten; στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ, Her. 4, 112; Thuc. 3, 32; von der Sonne, sich nähern, Xen. Mem. 4, 3, 8. – Gew. übtr., beitreten, der Partei oder der Meinung eines Andern, d. i. sie billigen, einwilligen, τοῖς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις, Soph. Phil. 952; πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας, Her. 8, 60, 3; προσεχώρησαν καὶ Μεγαρῆς Ἀθηναίοις εἰς ξυμμαχίαν, Thuc. 1, 103; fut. aus med., Plat. Rep. VII, 539 a; Xen. u. Folgde, oft Pol., 1, 17, 2. 1, 29, 3 u. sonst. – Sich für überwunden erklären, sich ergeben, Xen. Hell. oft, vgl. 1, 2, 3. 6, 9. 4, 8, 30. – Auch = nahe kommen, übereinkommen, ähnlich sein, im perf., τινί, Her. 4, 104, πρός τι, 1, 172.
French (Bailly abrégé)
προσχωρῶ :
I. au propre s'avancer vers, s'approcher de, τινι;
II. fig. 1 passer du côté de, se joindre à : τινι ἐς ξυμμαχίαν THC entrer dans l'alliance de qqn ; λόγοις τινός SOPH s'associer aux paroles de qqn ; πρὸς τὰς γνώμας HDT se rendre à l'avis de qqn;
2 se rapprocher de, avoir du rapport avec, en ce sens d'ord. au pf. : προσκεχωρηκέναι τί τινι HDT avoir qqe rapport avec qqn ; προσχωρεῖν τὴν γλῶσσαν πρὸς ἔθνος HDT avoir, pour la langue, qqe rapport avec une (autre) race;
3 avoir confiance en.
Étymologie: πρός, χωρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-χωρέω, met dat., εἰς + acc., en πρός + acc. dichterbij... komen zich aansluiten bij, toenadering zoeken tot:. Πελασγῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ toen vooral de Pelasgen zich bij hem aangesloten hadden Hdt. 1.58; ἐς ὁμολογίην προσεχώρησαν zij zijn tot een vergelijk gekomen Hdt. 7.156.2; οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ θεὸς προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας... pleegt de godheid zich ook niet aan te sluiten bij menselijke inzichten Hdt. 8.60γ. overeenkomen met:. τὰ δ’ ἄλλα νόμιμα Θρήϊξι προσκεχωρήκασι in hun andere gebruiken stemmen ze overeen met de Thraciërs Hdt. 4.104.
Russian (Dvoretsky)
προσχωρέω: (fut. προσχωρήσω и προσχωρήσομαι)
1 подходить, приближаться Thuc., Xen.: π. τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ Her. расположиться лагерем по соседству друг с другом;
2 переходить (на чью-л. сторону), присоединяться (τινι и πρός τινα Her., Thuc.): π. ἐς ὁμολογίην Her. и π. ὁμολογίᾳ Thuc. сдаваться (на условиях победителя), капитулировать; π. ἐς ξυμμαχίαν τινί Thuc. становиться чьим-л. союзником; πρὸς ἄλλον βίον π. Plat. переходить к другому образу жизни; π. πόλει Eur. перенимать обычаи города;
3 уступать, соглашаться (τοῖς λόγοις τινός Soph.);
4 походить, быть похожим (τὰ νόμαια Θρήϊξι Her.): γλῶσσαν πρὸς τὸ Καρικὸν ἔθνος προσκεχωρηκέναι Her. по языку быть близким к карийскому племени.
Greek Monotonic
προσχωρέω: μέλ. -ήσω και -ήσομαι,
I. πηγαίνω προς, πλησιάζω, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.
II. 1. έρχομαι ή προσέρχομαι σε, συντάσσομαι, τινί ή πρός τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Θουκ.· επίσης, προσχωρέω ἐςὁμολογίαν ή ὁμολογίᾳ, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. συμφωνώ με μια άποψη, παραδέχομαι, σε Ηρόδ.· προσχωρέω λόγοις τινός, σε Σοφ.· παραδέχομαι, σε Ευρ.
3. πλησιάζω, δηλ. συμφωνώ με, μοιάζω, τινί, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσχωρέω: μέλλ. -ήσω, Θουκ. 2. 2, 79· ἀλλ’ ὡσαύτως, -ήσομαι ὁ αὐτ. 8. 48, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16, Πλάτ. Πολ. 539Α. Χωρῶ πρός τινα, πλησιάζω, μετὰ δοτ., προσεχώρεον... τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Θουκ. 3. 32· ἀπόλ., ἀντίθετον τῷ ἀπιέναι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν προσέρχομαι, συντάσσομαί τινι, τῷ Ἑλληνικῷ ἔθνει Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 7. 235· τῷ Μήδῳ ὁ αὐτ. 1. 74, πρβλ. 2. 2, κτλ.· πρός τινα Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 3. 61, Δημ. 171, ἐν τέλ.· ἀπόλ., Θουκ. 2. 79., 3. 7, 52, κἀλλ.·ὡσαύτως, πρ. ἐς ὁμολογίαν ἢ ὁμολογίᾳ Ἡρόδ. 7. 156, Θουκ. 1. 117., 2. 100· πρ. ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 1. 103· πρὸς ὁποῖον βίον ἄλλον... προσχωρήσεται, πρὸς ὁποῖον ἄλλο εἶδος βίον θὰ παραδώσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 539Α. 2) συμφωνῶ πρός..., παραδέχομαι, οὐκ οὐδὲ ὁ θεὸς προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηίας γνώμας Ἡρόδ. 8. 60, 3, πρβλ. 8. 108., 9. 55· πρ. λόγοις τινὸς Σοφ. Φιλ. 964· κάρτα πρ. πόλει, ὡς τὸ συγχωρεῖν, Εὐρ. Μήδ. 222. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσχωρεῖ· συμμίσγεται». 3) πλησιάζω, συμφωνῶ, εἶμαι ὅμοιος, τὰ νόμαια Θρήιξι Ἡρόδ. 4. 104· γλῶσσαν πρὸς τὸ Καρικὸν ἔθνος ὁ αὐτ. 1. 172. 4) δίδω πίστιν, πιστεύω εἰς..., τινι ὁ αὐτ. 5. 45.
Middle Liddell
fut. ήσω fut. -ήσομαι
I. to go to, approach, c. dat., Hdt., Thuc.; absol., Xen.
II. to come or go over to, come in, join, τινί or πρός τινα Hdt., Attic; absol., Thuc.; also, πρ. ἐς ὁμολογίαν or ὁμολογίᾳ Hdt., Thuc.
2. to accede to an opinion, Hdt.; πρ. λόγοις τινός Soph.: to make concessions, Eur.
3. to approach, i. e. to agree with, be like, τινί or πρός τινα Hdt.
4. to put faith in, believe, τινί Hdt.
Lexicon Thucydideum
accedere, to approach, come near, 3.32.3,
ad partes alterius concedere, se subiicere, to go over to the other side, submit oneself, 1.74.4, 1.103.4, 1.117.3. 2.2.4, 2.79.1. 2.80.8. 2.100.3. 3.7.5. 3.52.2. 3.61.2, 3.88.4. 3.90.4. 3.91.3. 3.94.5. 3.102.1. 4.66.4, 4.69.1. 4.71.2. 4.86.2. 4.105.1, 4.107.3. 4.109.5. 4.123.1, 5.17.2. 5.29.1. 5.32.4, 6.17.4. 6.18.5,
si qui nobis se adiungant, if any join themselves to us. 6.52.1. 6.75.2. 6.88.5. 7.1.4, 8.23.6. 8.25.5, 8.31.2. 8.44.2. 8.56.3. 8.62.3. 8.88.1. 8.103.1. FUT.
MED. 3.13.7, 5.27.2, 6.88.3, 8.48.5.