συνερανισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνερᾰνισμός''': ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α. | |lstext='''συνερᾰνισμός''': ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A gathering in, collecting, Plu.2.992a.
Greek (Liddell-Scott)
συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.