συνεπιφαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
(6_20)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιφαίνομαι''': Παθ., [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ [[χάρις]] συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
|lstext='''συνεπιφαίνομαι''': Παθ., [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ [[χάρις]] συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=se montrer avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐπιφαίνομαι.
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.