κατείργω: Difference between revisions
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 22:29, 8 February 2013
English (LSJ)
Ion. κατ-έργω (v. ἔργω), Cypr. aor. 2
A κατέϝοργον Inscr.Cypr.135.1 H.:—also κατειλ-έργνυμι (v. infr.), Att. also καθείργω, καθείργνυμι (q.v.): fut. -είρξω, Ion. -έρξω:—drive into, shut in, τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς νέας κατεῖρξαν Hdt.5.63; κατεργνῦσι [αὐτοὺς] ἐς μέσα τὰ φρύγανα shut them up into the middle of the fire-wood, Id.4.69: generally, press hard, reduce to straits, κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους Id.6.102; besiege, πτόλιν Inscr.Cypr.l.c.:—Pass., to be hemmed in, kept down, ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου Th.1.76; ὑπ' ἀνάγκης D.H.6.2; ὅρκοις -ειργόμενοι ib.45; τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι -ειργόμενον what is done under stress of... Th.4.98. II hinder, prevent, τινα E.Med. 1258 (lyr.): c. acc. et inf., κατείργοντας νεκροὺς τάφου . . λαχεῖν Id.Supp.308: abs., delay, Id.Alc.256 (lyr.); limit, τὴν φιλαρχίαν Plu. Pomp.53.