ὑπτίασμα: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπτίασμα''': τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, [[στάσις]] ὑπτία, [[στάσις]] τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ [[πτῶμα]], ὁ [[θάνατος]], [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός, τὸ [[σῶμα]] τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]] τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ [[θάνατος]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.
|lstext='''ὑπτίασμα''': τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, [[στάσις]] ὑπτία, [[στάσις]] τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ [[πτῶμα]], ὁ [[θάνατος]], [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός, τὸ [[σῶμα]] τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]] τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ [[θάνατος]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées <i>(attitude des suppliants)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπτιάζω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπτίασμα Medium diacritics: ὑπτίασμα Low diacritics: υπτίασμα Capitals: ΥΠΤΙΑΣΜΑ
Transliteration A: hyptíasma Transliteration B: hyptiasma Transliteration C: yptiasma Beta Code: u(pti/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν attitudes of supplication with hands upstretched, A.Pr.1005; ὑ. κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Id.Ag.1285.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπτίασμα: τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, στάσις ὑπτία, στάσις τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ πτῶμα, ὁ θάνατος, ὑπτίασμα κειμένου πατρός, τὸ σῶμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ θάνατος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées (attitude des suppliants).
Étymologie: ὑπτιάζω.