ἀνέλπιστος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(CSV2) |
(No difference)
|
Revision as of 22:52, 5 February 2013
English (LSJ)
ον,
A unhoped for, Heraclit.18; φυγή A.Supp.330; θαύμα S.Tr.673; έργον Th.6.33; τύχη E.Hel.412; τό α. τού βεβαίου the hopelessness of attaining any certainty, Th.3.83; τά α. Arist.Rh.1383a8; ουκ α. μοι γέγονεν τό γεγονός Pl.Ap.36a. Adv. -τως unexpectedly, γέγονεν α. μέγας Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Pel.4. II Act., 1 of persons, having no hope, hopeless, Hp.Aph.7.47, Prog.19; α. δέ θανόντες Theoc. 4.42: c. inf., α. σωθήσεσθαι Th.8.1; α. επιγενέσθαι άν τινα σφίσιπολέμιον not expecting that . ., Id.3.30; α. τού ελείν X.Cyn.7.9; α. ές τινα Th.6.17; α. καταστήσαί τινι ως . . Id.3.46. Adv. -τως, έχει he is in despair, Pl.Phlb.36b. 2 of things or conditions, leaving no hope, desperate, βίοτος S.El.186 (lyr.), Th.5.102; πρός τό α. τραπόμενοι Id.2.51; α. ουδέν [εστι], c. acc. et inf., it is nowise unreasonable to expect that . ., And.4.24: Comp., τά εκ τής γής ανελπιστότερα όντα Th.7.4. Adv. -τως, νουσέειν Aret.CA2.5.