μέγας: Difference between revisions
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(8) |
(No difference)
|
Revision as of 23:09, 8 February 2013
English (LSJ)
μεγάλη [ᾰ], μέγα [ᾰ], gen. μεγάλου, ης, ου, dat. μεγάλῳ, ῃ, ῳ, acc. μέγᾰν, μεγάλην, μέγα [ᾰ]; dual μεγάλω, α, w; pl. μεγάλοι, μεγάλαι, μεγάλα, etc.: the stem μεγάλο- is never used in sg. nom. and acc. masc. and neut., and only once in voc. masc.,
A ὦ μεγάλε Ζεῦ A.Th. 822 (anap.). I big, of bodily size: freq. of stature, εἶδος. . μ. ἦν ὁράασθαι Od.18.4; κεῖτο μ. μεγαλωστί Il.16.776; ἠΰς τε μ. τε Od.9. 508; φῶτα μέγαν καὶ καλόν ib.513; καλή τε μεγάλη τε 15.418; κάρτα μεγάλη καὶ εὐειδής Hdt.3.1; φύσιν τίν' εἶχε φράζε; Answ. μέγας S.OT742. b full-grown, of age as shown by stature, νῦν δ' ὅτε δὴ μ. εἰμί Od.2.314; μήτε μέγαν μήτ' οὖν νεαρῶν τινα A.Ag.358 (anap.); later, elder of two persons of the same name, Wilcken Chr.305 (iii B. C.); Σκιπίων ὁ μ. Plb.18.35.9. c of animals, μ. ἵπποι, βοῦς, σῦς, Il.2.839, 18.559, Od.19.439; αἰετός Pi.I.6(5).50. 2 generally, vast, high, οὐρανός, ὄρος, πύργος, Il.1.497, 16.297, 6.386; wide, πέλαγος, λαῖτμα θαλάσσης, Od.3.179, 5.174; long, ἠϊών, αἰγιαλός, Il.12.31,2.210: sts. opp. ὀλίγος, κῦμα οὔτε μέγ' οὔτ' ὀ. Od.10.94; but usu. opp. μικρός or σμικρός, πρὸς ἑαυτὸ ἕκαστον καὶ μ. καὶ σμικρόν Anaxag. 3; τὸ ἄπειρον ἐκ μεγάλου καὶ μικροῦ Arist.Metaph.987b26, etc. II of quality or degree, great, mighty, freq. epith. of gods, ὁ μ. Ζεύς A. Supp.1052 (lyr.), etc.; μεγάλα θεά, of Demeter and Persephone, S. OC683 (lyr.); θεοὶ μεγάλοι, of the Cabiri, IG12(8).71 (Imbros), etc.; Μήτηρ μ., of Cybele, SIG1014.83 (Erythrae, iii B. C.), 1138.3 (Delos, ii B. C.); Μήτηρ θεῶν μ. OGI540.6 (Pessinus), etc.; Ἴσιδος μ. μητρὸς θεῶν PStrassb.81.14 (ii B.C.); μ. ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων Act.Ap.19.28; τίς θεὸς μ. ὡς ὁ θεὸς ἡμῶν; LXX Ps.76(77).13; ὁ μ. θεός Ep.Tit.2.13; of men, μ. ἠδὲ κραταιός Od.18.382; ὀλίγος καὶ μ. Callin.1.17, etc.; μέγας ηὐξήθη rose to greatness, D.2.5; ἤρθη μ. ib.8; βασιλεὺς ὁ μ., i. e. the King of Persia, Hdt.1.188, etc. (θεῶν β. ὁ μ., of Zeus, Pi.O. 7.34); βασιλεὺς μ. A.Pers.24 (anap.); as a title of special monarchs, Ἀρδιαῖος ὁ μ. Pl.R.615c; ὁ μ. Ἀλέξανδρος Ath.1.3d; ὁ μ. ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος Plb.4.2.7, etc.; μ. φίλος E.Med.549; πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ μ. Id.Tr.674; ἐπὶ μέγα ἦλθεν ἰσχύος Th.2.97. 2 strong, of the elements, etc., ἄνεμος, λαῖλαψ, Ζέφυρος, Od.19.200, 12.408, 14.458; of properties, passions, qualities, feelings, etc., of men, θάρσος, πένθος, ποθή, etc., 9.381, Il.1.254, 11.471, etc.; ἀρετή Od.24.193, Pi. O.8.5; θυμός Il.9.496, E.Or.702; κλέος Il.6.446; ἄχος 9.9; πυρετός Ev.Luc.4.38 (incorrect acc. to Gal.7.275); ἡ μ. νοῦσος epilepsy, Hp. Epid.6.6.5, cf. Gal.17(2).341. 3 of sounds, great, loud, ἀλαλητός, ἰαχή, πάταγος, ὀρυμαγδός, Il.12.138, 15.384, 21.9, 256; θόρυβοι, κωκυτός, S.Aj.142 (anap.), E.Med.1176; οὐκ ἔστι ὅκως τι νεῖκος ἔσται ἢ μέγα ἢ σμικρόν Hdt.3.62; μὴ φώνει μέγα S.Ph.574. 4 generally, great, mighty, ὅρκος Il.19.113; ὄλβος, τιμά, Pi.O.1.56, P.4.148; μ. λόγος, μῦθος, a great story, rumour, A.Pr.732, S.Aj.226 (lyr.); ἐρώτημα a big, i. e. difficult, question, Pl.Euthd.275d, Hp.Ma. 287b; weighty, important, τόδε μεῖζον Od.16.291; μέγα ποιέεσθαί τι to esteem of great importance, Hdt.3.42, cf. 9.111; μέγα γενέσθαι εἴς τι X.HG7.5.6; μ. ὑπάρχειν πρός τι Id.Mem.2.3.4; μέγα διαφέρειν εἴς τι Pl.Lg.78oc; οὐκ ἂν εἴη παρὰ μέγα τὸ δικολογεῖν not of great importance, Phld.Rh.2.85 S.; τὸ δὲ μέγιστον and what is most important, Th.4.70, cf. 1.142; οἱ μέγιστοι καιροί the most pressing emergencies, D.20.44; μ. ὠνησάμενοι χρημάτων for large sums, Plb. 4.50.3, etc. 5 with a bad sense, over-great, μέγα εἰπεῖν to speak big, and so provoke divine wrath, Od.22.288; λίην μέγα εἶπες 3.227, 16.243; μέγα ἔργον 3.261, Pi.N.10.64; ἔργων μ. A.Ag.1546 (anap.); ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μ. Th.3.36; ἔπος μ., μ. λόγοι, S.Aj. 423 (lyr.), Ant.1350 (anap.); μ. γλῶσσα ib.127 (anap.); μηδὲν μέγ' εἴπῃς Id.Aj.386; μὴ μέγα λέγε Pl.Phd.95b; μὴ μεγάλα λίαν λέγε Ar.Ra.835; μέγα φρονεῖν S.OT1078, E.Hipp.6; μεγάλα φρονεῖν Ar.Ach.988; μεγάλα, μεῖζον ἢ δικαίως πνεῖν, E.Andr.189, A.Ag.376 (lyr.); μέγα τι παθεῖν X.An.5.8.17; μὴ μέγα λέγων μεῖζον πάθῃς E. HF1244. 6 of style. impressive, Demetr.Eloc.278; μεῖζον more striking, ib.103. 7 of days, long, Gal.12.714. B Adv. μεγάλως [ᾰ] greatly, mightily, Od.16.432, Hes.Th. 429, Hdt.1.16,30, al., X.Cyr.8.2.10, Parth.28.1, etc.; strengthd., μάλα μ. Il.17.723; δμαθέντες μ. A.Pers.907 (lyr.); with Adjs., Hdt. 1.4, 7.190. II more freq. neut. sg. μέγα as Adv., very much, exceedingly, μ. χαῖρε all hail!, v. l. for μάλα in Od.24.402; esp. with Verbs expressing strong feeling, μ. κεν κεχαροίατο Il.1.256; μ. κήδεται 2.27, etc.: with Verbs expressing power, might, μ. πάντων . . κρατέει 1.78; ὃς μ. πάντων. . ἤνασσε 10.32; πατρὸς μ. δυναμένοιο Od.1.276, cf. Hom.Epigr.15.1, A.Eu.950 (anap.), E.Hel.1358 (lyr.), Ar.Ra.141, Pl.R.366a; μ. δύνασθαι παρά τινι Th.2.29; πλουτέειν μ. Hdt.1.32; or those expressing sound, loudly, μ. ἰάχειν, ἀῧσαι, βοῆσαι, εὔξασθαι, ἀμβῶσαι, Il.2.333, 14.147, 17.334, Od.17.239, Hdt.1.8 (also pl., μεγάλ' εὔχετο Il.1.450; μ. αὐδήσαντος, μ. ἤπυεν, Od.4.505, 9.399): strengthd., μάλα μ. Il.15.321; μ. δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων 5.838, etc.: so in Trag. with all kinds of Verbs, μ. στένειν, σθένειν, χλίειν, A.Ag.711 (lyr.), 938, Ch.137: also in pl., μεγάλα. . δυστυχεῖς Id.Eu.791 (lyr.). 2 of Space, far, μέγα προθορών Il.14.363; ἄνευθε μέγα far away, 22.88; οὐκ ἂν μέγα τι τῆς ἀληθείας παρεξέλθοις Pl.Phlb.66b. 3 with Adjs., as μέγ' ἔξοχος, μέγα νήπιος, Il.2.480, 16.46; μ. νήπιε Orac. ap. Hdt.1.85; μ. πλούσιος Id.1.32, 7.190; ὦ μέγ' εὔδαιμον κόρη A.Pr.647: with Comp. and Sup., by far, μέγ' ἀμείνονες, ἄριστος, φέρτατος, Il.4.405, 2.82, 16.21. C degrees of Comparison (regul. μεγαλώτερος, -ώτατος late, EM780.1,2): 1 Comp. μείζων, ον, gen. ονος, Ep., Att. (also Delph., SIG246 H260 (iv B. C.)); Ion., Arc., Dor., Aeol. μέζων, ον, Heraclit. 25, Hp.Acut.44, Hdt.1.26, IG7.235.16 (Oropus), 5(2).3.18 (Tegea), Epich.62 (also early Att., IG12.22.65, but [με] ίζων ib.6.93, by analogy of ὀλείζων ib.76,95); dat. pl. μεζόνεσσι Diotog. ap. Stob.4.7.62: written μέσδων in Sapph.Supp.7.6, Plu.Lyc.19: cf. μέττον· μεῖζον, Hsch. (dub.); later μειζότερος 3 Ep.Jo.4 (used as title, elder, POxy. 943.3 (vi A. D.), etc.); μειζονώτερος A.Fr.434:—greater, longer, taller, Il.3.168, 9.202, etc.; freq. also, too great, γέρας Pl.Sph.231a; Μηνόφιλος μείζων M. the elder, Ostr.Bodl.vC 2 (ii A. D.); as title, μειζων κώμης headman of a village, POxy.1626.5 (iv A. D.), etc.: generally, the higher authority, PLond.2.214.22 (iii A. D.), POxy.1204.17 (pl., iii A. D.); οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον, a strong form of denial, nothing whatever, D.H.Comp.4; οὐδαμὰ προὔφηνεν οὔτε μείζον' οὔτ' ἐλάττονα S.Tr.324. Adv. μειζόνως E.Hec.1121, Th.1.130, X.Cyn.13.3, Isoc.9.21, etc.; Ion. μεζόνως Hdt.3.128, Herod.4.80, etc.: neut. as Adv., μεῖζον σθένειν S.Ph.456, E.Supp.216; μ. ἰσχύειν D.Ep.3.28; ἐπὶ μ. ἔρχεται S.Ph.259. 2 Sup. μέγιστος, η, ον, Il.2.412, etc.: neut. as Adv., μέγιστον ἴσχυσε S.Aj.502; δυνάμενος μ., c. gen., Hdt.7.5, 9.9: with another Sup., μέγιστον ἐχθίστη E.Med.1323: in pl., χαῖρ' ὡς μέγιστα S.Ph.462; θάλλει μ. Id.OC700 (lyr.); τὰ μέγιστ' ἐτιμάθης Id.OT1203 (lyr.); ἐς μέγιστον ib.521; ἐς τὰ μ. Hdt.8.111:—late Sup. μεγιστότατος PLond.1.130.49 (i/ii A. D.). (Cf. Skt. majmán- 'greatness', Lat. magnus, Goth. mikils 'great'.)