ληῖτις: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Autenrieth) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληῖτις''': -ιδος, ἡ, (ληὶς) ἡ συνεργοῦσα εἰς τὴν λείαν ἢ ἡ διανέμουσα τὴν λείαν, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Κ. 460· ἀλλαχοῦ [[ἀγελείη]], πρβλ. Παυσ. 5. 14, 6, Λυκόφρ. 105. ΙΙ. παθ. = [[ληιάς]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 818. | |lstext='''ληῖτις''': -ιδος, ἡ, (ληὶς) ἡ συνεργοῦσα εἰς τὴν λείαν ἢ ἡ διανέμουσα τὴν λείαν, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Κ. 460· ἀλλαχοῦ [[ἀγελείη]], πρβλ. Παυσ. 5. 14, 6, Λυκόφρ. 105. ΙΙ. παθ. = [[ληιάς]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 818. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ιδος: [[booty]]-[[bringing]], [[giver]] of [[booty]], epith. of Athēna, Il. 10.460†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 August 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A she who makes or dispenses booty, epith. of Athena, Il.10.460, Paus.5.14.6. II Pass., = ληϊάς, A.R. 1.818, Lyc.105.
Greek (Liddell-Scott)
ληῖτις: -ιδος, ἡ, (ληὶς) ἡ συνεργοῦσα εἰς τὴν λείαν ἢ ἡ διανέμουσα τὴν λείαν, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Κ. 460· ἀλλαχοῦ ἀγελείη, πρβλ. Παυσ. 5. 14, 6, Λυκόφρ. 105. ΙΙ. παθ. = ληιάς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 818.
English (Autenrieth)
ιδος: booty-bringing, giver of booty, epith. of Athēna, Il. 10.460†.