Revision as of 12:19, 17 August 2017
English (Slater)
Κύκνειος
1of, with Kyknos τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα (Hermann: Κυκνέα codd.: Κυκνεία byz., cf. Wil., Verskunst, 237̆{1}. ἐτράπη εἰς φυγὴν ὁ Ἡρακλῆς συλλαβομένου τοῦ Ἄρεος ὡς παιδὶ τῷ Κύκνῳ. Σ.) (O. 10.15)