περικλάω: Difference between revisions
(9) |
(No difference)
|
Revision as of 23:53, 8 February 2013
English (LSJ)
A twist round, bend, [τὴν φλόγα] Thphr.Ign.53 ; τοὺς ἀγκῶνας LXX 4 Ma.10.6 : but usu. break off, [τὰς δρῦς] Ael.VH9.18 ; τῷ κράνει π. τὸ ξίφος break it round the helmet, Plu.Sull.14 :—Pass., περικεκλασμέναι ῥάβδοι Thphr.HP4.6.10; περικλασθήσονται κλῶνες LXX Wi.4.5 ; κολοσσὸς -κλασθεὶς ἀπὸ τῶν γονάτων Str.14.25 ; περικλώμενα τοῖς αὑτῶν βρίθεσι bent and broken by... Plu.Sull.12 ; περικεκλασμένον σχῆμα bent and bowed down, Id.2.878c ; of persons, τοῖς σώμασι -κλώμενοι Arist.Phgn.813a16, cf. Theoc.21.48 ; but also, arched, θώραξ Gal.18(1).420 ; περικλώμενος κλύδων J.AJ15.9.6. 2 in Optics, refract, Cleom.2.1 (Pass.). II wheel an army round to the right or left, ἐπὶ δόρυ or ἐπ' ἀσπίδα Plb.11.12.4, cf. 11.23.2 ; also π. τὸν Τίβεριν ἐπὶ τὸ Κίρκαιον divert it, Plu.Caes.58. 2 Pass., of missiles, ricochet, Ph.Bel.79.19. III τόποι περικεκλασμένοι rough, broken ground, Plb.12.20.6 ; so λόφοι περικεκλ. Id.18.22.9 ; οἰκίαι περικεκλ. houses on such ground, Id.9.26A.7 ; περικεκλασμένας λόφοις ἐρημίας Onos.6.7.