γενέτειρα: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενέτειρα''': θηλ. τοῦ [[γενετήρ]], [[μήτηρ]], Πίνδ. Ν. 7. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4132, 4735· πρβλ, [[γένεσις]] VIII. II. [[θυγάτηρ]], Εὐφορ. 47, ἴδε Meineke σ. 112. | |lstext='''γενέτειρα''': θηλ. τοῦ [[γενετήρ]], [[μήτηρ]], Πίνδ. Ν. 7. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4132, 4735· πρβλ, [[γένεσις]] VIII. II. [[θυγάτηρ]], Εὐφορ. 47, ἴδε Meineke σ. 112. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:11, 17 August 2017
English (LSJ)
fem. of γενετήρ,
A mother, Pi.N.7.2, CIG4132 (Galatia); late Prose, τροφὸς πάντων καὶ γ. ἡ γῆ Artem.1.79; ἀλήθεια γ. Plot.5.8.4. II daughter, Euph.84.4.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, Erzeugerin, Pind. N. 7, 2 u. sp. D. Bei Euphor. frg. 47 die Erzeugte, die Tochter.
Greek (Liddell-Scott)
γενέτειρα: θηλ. τοῦ γενετήρ, μήτηρ, Πίνδ. Ν. 7. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4132, 4735· πρβλ, γένεσις VIII. II. θυγάτηρ, Εὐφορ. 47, ἴδε Meineke σ. 112.