ἀδιάπαυστος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(6_18) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάπαυστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ, [[ἀδιάκοπος]], [[ὁρμητικός]], Πολύβ. 4. 39, 10. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 1. 57. 1. | |lstext='''ἀδιάπαυστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ, [[ἀδιάκοπος]], [[ὁρμητικός]], Πολύβ. 4. 39, 10. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 1. 57. 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incesante]], [[que no para]], [[interminable]], [[ἀπόρρυσις]] Plb.4.39.10, κίνδυνοι Phalar.<i>Ep</i>.67.3, ἐπιστολαί Alciphr.4.17.3, λόγοι <i>PMil.Vogl</i>.43.2.11 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[incesantemente]], [[sin parar]] ἀ. πληγὴν ἐπὶ πληγῇ τιθέναι Plb.1.57.1, cf. 21.28.5, Antyll. en Orib.4.11.14. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:46, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be stilled, incessant, violent, Plb.4.39.10, Phalar.Ep.67.3. Adv. -τως Plb.1.57.1, Antyll. ap. Orib.4.11.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπαυστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ, ἀδιάκοπος, ὁρμητικός, Πολύβ. 4. 39, 10. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 1. 57. 1.
Spanish (DGE)
-ον
1 incesante, que no para, interminable, ἀπόρρυσις Plb.4.39.10, κίνδυνοι Phalar.Ep.67.3, ἐπιστολαί Alciphr.4.17.3, λόγοι PMil.Vogl.43.2.11 (II d.C.).
2 adv. -ως incesantemente, sin parar ἀ. πληγὴν ἐπὶ πληγῇ τιθέναι Plb.1.57.1, cf. 21.28.5, Antyll. en Orib.4.11.14.