ἀεροδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_17)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεροδρόμος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ ἀέρος διερχόμενος, ἀ. [[ὕδωρ]], ἐπὶ ὑδραγωγείου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4535 (προσθ.)· πρβλ. Εὐστ. 1503. 10, Μανασσ. Χρον. 143, 410.
|lstext='''ἀεροδρόμος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ ἀέρος διερχόμενος, ἀ. [[ὕδωρ]], ἐπὶ ὑδραγωγείου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4535 (προσθ.)· πρβλ. Εὐστ. 1503. 10, Μανασσ. Χρον. 143, 410.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que recorre]], [[que camina por el aire]]de divinidades <i>PMag</i>.4.1359, 1375<br /><b class="num">•</b>[[que se eleva en el aire]] ἀεροδρόμον ὑψιπέτηλον [[δένδρον]] Eust.1503.10.
}}
}}

Revision as of 11:47, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεροδρόμος Medium diacritics: ἀεροδρόμος Low diacritics: αεροδρόμος Capitals: ΑΕΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: aerodrómos Transliteration B: aerodromos Transliteration C: aerodromos Beta Code: a)erodro/mos

English (LSJ)

ον,

   A traversing the air, PMag.Par.1.1359,1375.

German (Pape)

[Seite 42] die Luft durchlaufend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεροδρόμος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ἀέρος διερχόμενος, ἀ. ὕδωρ, ἐπὶ ὑδραγωγείου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4535 (προσθ.)· πρβλ. Εὐστ. 1503. 10, Μανασσ. Χρον. 143, 410.

Spanish (DGE)

-ον
que recorre, que camina por el airede divinidades PMag.4.1359, 1375
que se eleva en el aire ἀεροδρόμον ὑψιπέτηλον δένδρον Eust.1503.10.