ἀέρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(6_10) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀέρωσις''': ἡ, ἡ εἰς τὸν ἀέρα [[ὕψωσις]], Νικήτ. Χρον. 294. | |lstext='''ἀέρωσις''': ἡ, ἡ εἰς τὸν ἀέρα [[ὕψωσις]], Νικήτ. Χρον. 294. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> medic. [[rarefacción]], [[aireación]] αἵματος Gal.10.742.<br /><b class="num">2</b> fís. [[pérdida de densidad]], [[rarefacción]] del agua ἐκ σοῦ ... τὰ κοσμικὰ στοιχεῖα ὑφέστηκεν ... τῇ πυκνώσει καὶ ἀερώσει γινόμενα Tz.<i>Ex</i>.95.16L., del aire, Tz.<i>Ex</i>.145.20L. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:47, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A rarefaction, αἵματος Gal.10.742.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέρωσις: ἡ, ἡ εἰς τὸν ἀέρα ὕψωσις, Νικήτ. Χρον. 294.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. rarefacción, aireación αἵματος Gal.10.742.
2 fís. pérdida de densidad, rarefacción del agua ἐκ σοῦ ... τὰ κοσμικὰ στοιχεῖα ὑφέστηκεν ... τῇ πυκνώσει καὶ ἀερώσει γινόμενα Tz.Ex.95.16L., del aire, Tz.Ex.145.20L.