ἀναρραίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
(6_5)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρραίνω''': ἀναβλύζω, [[ἀναπέμπω]], «χειμῶνος γενομένου ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] τόπου κρουνὸν ὕδατος ἀναρραίνειν (τὴν πέτραν)» Ἀριστ. π. Θαυμ. 114.
|lstext='''ἀναρραίνω''': ἀναβλύζω, [[ἀναπέμπω]], «χειμῶνος γενομένου ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] τόπου κρουνὸν ὕδατος ἀναρραίνειν (τὴν πέτραν)» Ἀριστ. π. Θαυμ. 114.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[manar]] (πέτραν) κρουνὸν ὕδατος ἀναρραίνειν Arist.<i>Mir</i>.841<sup>a</sup>22.
}}
}}

Revision as of 11:54, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρραίνω Medium diacritics: ἀναρραίνω Low diacritics: αναρραίνω Capitals: ΑΝΑΡΡΑΙΝΩ
Transliteration A: anarraínō Transliteration B: anarrainō Transliteration C: anarraino Beta Code: a)narrai/nw

English (LSJ)

   A send gushing forth, πέτρα κρουνὸν ἀ. Arist.Mir.841a22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρραίνω: ἀναβλύζω, ἀναπέμπω, «χειμῶνος γενομένου ἐκ τοῦ αὐτοῦ τόπου κρουνὸν ὕδατος ἀναρραίνειν (τὴν πέτραν)» Ἀριστ. π. Θαυμ. 114.

Spanish (DGE)

manar (πέτραν) κρουνὸν ὕδατος ἀναρραίνειν Arist.Mir.841a22.