ἀπόλεμμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6_5)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόλεμμα''': -ατος, τό, ([[ἀπολέπω]]) ὁλόκληρον δέρμα, [[δορά]], τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.
|lstext='''ἀπόλεμμα''': -ατος, τό, ([[ἀπολέπω]]) ὁλόκληρον δέρμα, [[δορά]], τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[piel]] del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλεμμα Medium diacritics: ἀπόλεμμα Low diacritics: απόλεμμα Capitals: ΑΠΟΛΕΜΜΑ
Transliteration A: apólemma Transliteration B: apolemma Transliteration C: apolemma Beta Code: a)po/lemma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀπολέπω)

   A skin, D.C.68.32.

German (Pape)

[Seite 311] τό, das Abgeschälte, die Haut, D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλεμμα: -ατος, τό, (ἀπολέπω) ὁλόκληρον δέρμα, δορά, τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
piel del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1.