ἀπερίσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_16) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίσκοπος''': -ον, = τῷ προηγ., Σουΐδ., Α. Β. 422 ἐν λέξ. ἀπερίγραπτοι. | |lstext='''ἀπερίσκοπος''': -ον, = τῷ προηγ., Σουΐδ., Α. Β. 422 ἐν λέξ. ἀπερίγραπτοι. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[inabarcable]] Sud.s.u. ἀπερίγραπτον. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., Suid.
A s.v. ἀπερίγραπτοι.
German (Pape)
[Seite 288] dasselbe, B. A. für ἀπερίγραπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίσκοπος: -ον, = τῷ προηγ., Σουΐδ., Α. Β. 422 ἐν λέξ. ἀπερίγραπτοι.
Spanish (DGE)
-ον inabarcable Sud.s.u. ἀπερίγραπτον.