ἀπαφρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_12) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαφρίζω''': -ίσω, [[ἐξαφρίζω]], μέλιτος ἀπηφρισμένου Γεωπ. 8. 29, 32, ἀμετ., [[ἐκβάλλω]] ἀφρούς, [[ἀφρίζω]], ἔπεσε δαιμονιῶν καὶ ἀπαφρίζων Βίος Εὐθυμ. σ. 47A. | |lstext='''ἀπαφρίζω''': -ίσω, [[ἐξαφρίζω]], μέλιτος ἀπηφρισμένου Γεωπ. 8. 29, 32, ἀμετ., [[ἐκβάλλω]] ἀφρούς, [[ἀφρίζω]], ἔπεσε δαιμονιῶν καὶ ἀπαφρίζων Βίος Εὐθυμ. σ. 47A. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[espumar]] la miel <i>Gp</i>.8.29, 32, Orib.5.33.4<br /><b class="num">•</b>en v. pas., Gal.6.283, <i>Gp</i>.8.27.2, Philagr. en Orib.5.21.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 21 August 2017
English (LSJ)
A skim, esp. of honey, Gp.8.29 and 32, Orib.5.33.4:— Pass., Gal.6.283, Gp.8.27.2, Philagr. ap. Orib.5.21.1.
German (Pape)
[Seite 283] abschäumen, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαφρίζω: -ίσω, ἐξαφρίζω, μέλιτος ἀπηφρισμένου Γεωπ. 8. 29, 32, ἀμετ., ἐκβάλλω ἀφρούς, ἀφρίζω, ἔπεσε δαιμονιῶν καὶ ἀπαφρίζων Βίος Εὐθυμ. σ. 47A.
Spanish (DGE)
espumar la miel Gp.8.29, 32, Orib.5.33.4
•en v. pas., Gal.6.283, Gp.8.27.2, Philagr. en Orib.5.21.1.