ἐμπνευστός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(6_10)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπνευστός''': -ή, -όν, εἰς ὃν φυσᾷ τις, ἐμπν. ὄργανα, μουσικὰ ὄργανα ἐνεργοῦντα διὰ τοῦ φυσήματος, ζητεῖται πότερα τῶν ἐμπνευστῶν ἐστιν ὀργάνων ἡ [[ὕδραυλις]] ἢ τῶν ἐντατῶν Ἀθήν. 174C, Βίος Ὁμ. 148· [[προσέτι]], ἐμπνευστικὰ ὄργανα, ἐμπνευστά, Α. Β. 653. 30.
|lstext='''ἐμπνευστός''': -ή, -όν, εἰς ὃν φυσᾷ τις, ἐμπν. ὄργανα, μουσικὰ ὄργανα ἐνεργοῦντα διὰ τοῦ φυσήματος, ζητεῖται πότερα τῶν ἐμπνευστῶν ἐστιν ὀργάνων ἡ [[ὕδραυλις]] ἢ τῶν ἐντατῶν Ἀθήν. 174C, Βίος Ὁμ. 148· [[προσέτι]], ἐμπνευστικὰ ὄργανα, ἐμπνευστά, Α. Β. 653. 30.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> mús. [[de aire impelido]], [[de viento]] (ὄργανα) op. [[ἐντατός]] ‘de cuerda’, Aristocles en Ath.174c, Ps.Plu.<i>Vit.Hom</i>.2.148, Nicom.<i>Harm</i>.2 (p.240), Anon.Bellerm.17<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἐμπνευστά Theo Sm.57, Aristid.Quint.85.3, Iambl.<i>in Nic</i>.122.<br /><b class="num">2</b> fig. [[inspirado]] ἀγών <i>PRain.Christ</i>.2.19.25 (VI d.C.).<br /><b class="num">3</b> ἐ.· [[ἄφρων]] Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:00, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπνευστός Medium diacritics: ἐμπνευστός Low diacritics: εμπνευστός Capitals: ΕΜΠΝΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: empneustós Transliteration B: empneustos Transliteration C: empnefstos Beta Code: e)mpneusto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A blown into: ἐ. ὄργανα wind-instruments, Aristocl. ap. Ath.4.174c, Ps.-Plu.Vit.Hom.148, Nicom.Harm.2; τὰ ἐ. alone, Theo Sm.p.57 H., Iamb.inNic.p.122P.    II = ἄφρων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 815] ή, όν, eingeblasen; ὄργανα, Blaseinstrumente, Ath. IV, 174 c u. Music.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπνευστός: -ή, -όν, εἰς ὃν φυσᾷ τις, ἐμπν. ὄργανα, μουσικὰ ὄργανα ἐνεργοῦντα διὰ τοῦ φυσήματος, ζητεῖται πότερα τῶν ἐμπνευστῶν ἐστιν ὀργάνων ἡ ὕδραυλις ἢ τῶν ἐντατῶν Ἀθήν. 174C, Βίος Ὁμ. 148· προσέτι, ἐμπνευστικὰ ὄργανα, ἐμπνευστά, Α. Β. 653. 30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 mús. de aire impelido, de viento (ὄργανα) op. ἐντατός ‘de cuerda’, Aristocles en Ath.174c, Ps.Plu.Vit.Hom.2.148, Nicom.Harm.2 (p.240), Anon.Bellerm.17
neutr. plu. subst. τὰ ἐμπνευστά Theo Sm.57, Aristid.Quint.85.3, Iambl.in Nic.122.
2 fig. inspirado ἀγών PRain.Christ.2.19.25 (VI d.C.).
3 ἐ.· ἄφρων Hsch.