εἰσεάω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_13b) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσεάω''': μέλλ. -άσω ᾱ, ἀφίνω νὰ εἰσέλθῃ, τρίτῃ δὲ ἑβδομάδι χρὴ [[πάντοθεν]] ἐξανοίξαντα εἰσαᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα καθαρὸν Γεωπ. 15. 2, 27. | |lstext='''εἰσεάω''': μέλλ. -άσω ᾱ, ἀφίνω νὰ εἰσέλθῃ, τρίτῃ δὲ ἑβδομάδι χρὴ [[πάντοθεν]] ἐξανοίξαντα εἰσαᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα καθαρὸν Γεωπ. 15. 2, 27. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[dejar entrar]] φῶς τε καὶ ἀέρα <i>Gp</i>.15.2.27. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
A let in, Gp.15.2.27.
German (Pape)
[Seite 742] sich hineinlassen, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσεάω: μέλλ. -άσω ᾱ, ἀφίνω νὰ εἰσέλθῃ, τρίτῃ δὲ ἑβδομάδι χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσαᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα καθαρὸν Γεωπ. 15. 2, 27.
Spanish (DGE)
dejar entrar φῶς τε καὶ ἀέρα Gp.15.2.27.