ἀποκυρόω: Difference between revisions
From LSJ
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
(6_4) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκῡρόω''': ἀκυρῶ, Λατ. abrogare, Γλωσσ. ΙΙ. [[ἐκλέγω]] ἕνα ἐκ μέσου πλήθους, [[περιβάλλω]] τινὰ μὲ ἐξουσίαν, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. VII. 37. | |lstext='''ἀποκῡρόω''': ἀκυρῶ, Λατ. abrogare, Γλωσσ. ΙΙ. [[ἐκλέγω]] ἕνα ἐκ μέσου πλήθους, [[περιβάλλω]] τινὰ μὲ ἐξουσίαν, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. VII. 37. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[abrogar]], [[abolir]], <i>Gloss</i>.2.238. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
A annul, Lat. abrogare, Gloss.
German (Pape)
[Seite 310] 1) ungültig machen, abschaffen? – 2) Einen wählen (aus einer Versammlung) u. ihn bevollmächtigen, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῡρόω: ἀκυρῶ, Λατ. abrogare, Γλωσσ. ΙΙ. ἐκλέγω ἕνα ἐκ μέσου πλήθους, περιβάλλω τινὰ μὲ ἐξουσίαν, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. VII. 37.