βεβαίωμα: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(6_21) |
(big3_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεβαίωμα''': τό, [[βεβαίωσις]], [[ἀπόδειξις]], [[ἐπικύρωσις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 2. 12, 4, πρβλ. 17. 1, 1. | |lstext='''βεβαίωμα''': τό, [[βεβαίωσις]], [[ἀπόδειξις]], [[ἐπικύρωσις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 2. 12, 4, πρβλ. 17. 1, 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[prueba]] θεατὴς τοιούτων βεβαιωμάτων καὶ ἀκροατὴς I.<i>AI</i> 2.275, εὐνοίας βεβαιώματα εὑρημένος I.<i>AI</i> 17.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A confirmation, proof, J.AJ2.12.4, 17.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαίωμα: τό, βεβαίωσις, ἀπόδειξις, ἐπικύρωσις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 2. 12, 4, πρβλ. 17. 1, 1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
prueba θεατὴς τοιούτων βεβαιωμάτων καὶ ἀκροατὴς I.AI 2.275, εὐνοίας βεβαιώματα εὑρημένος I.AI 17.3.