βεβαίωμα
From LSJ
Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake
English (LSJ)
-ατος, τό, confirmation, proof, J.AJ2.12.4, 17.1.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
prueba θεατὴς τοιούτων βεβαιωμάτων καὶ ἀκροατὴς I.AI 2.275, εὐνοίας βεβαιώματα εὑρημένος I.AI 17.3.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαίωμα: τό, βεβαίωσις, ἀπόδειξις, ἐπικύρωσις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 2. 12, 4, πρβλ. 17. 1, 1.
German (Pape)
τό, = βεβαίωσις, Jos.