ἐκκοπεύς: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6_8)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκοπεύς''': έως, ἡ, [[μάχαιρα]] πρὸς ἀπόκοψιν, ἐκκοπήν, Γαλην. τόμ. 4 σ. 148D: ἐκκοπεῖς ἰσχυροί τε ἅμα καὶ ὀξεῖς: καὶ ὁ Λ. Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκκοπεῦσι ἀντὶ ἐκκοπεύσει ἐν Παύλῳ Αἰγιν. 6.88.
|lstext='''ἐκκοπεύς''': έως, ἡ, [[μάχαιρα]] πρὸς ἀπόκοψιν, ἐκκοπήν, Γαλην. τόμ. 4 σ. 148D: ἐκκοπεῖς ἰσχυροί τε ἅμα καὶ ὀξεῖς: καὶ ὁ Λ. Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκκοπεῦσι ἀντὶ ἐκκοπεύσει ἐν Παύλῳ Αἰγιν. 6.88.
}}
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br />cirug. [[escalpelo para excisiones de huesos]] ἐκκοπεῖς, ἰσχυρούς τε [[ἅμα]] καὶ ὀξεῖς Gal.2.592, cf. 627, 708, Heliod. en Orib.44.8.6, σμιλιωτοὶ ἐκκοπεῖς <i>Chirurg.Fr.Pap</i>.4.A.1.4, Orib.46.11.17, cf. Paul.Aeg.6.88.5, Anon.Med.<i>Ferr</i>.282.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκοπεύς Medium diacritics: ἐκκοπεύς Low diacritics: εκκοπεύς Capitals: ΕΚΚΟΠΕΥΣ
Transliteration A: ekkopeús Transliteration B: ekkopeus Transliteration C: ekkopeys Beta Code: e)kkopeu/s

English (LSJ)

έως, ἡ,

   A a knife for excising, Heliod. ap. Orib.44.11.6, Gal. 2.592, prob. in Paul.Aeg.6.88.

German (Pape)

[Seite 764] ὁ, ein Messer zum Ausschneiden, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκοπεύς: έως, ἡ, μάχαιρα πρὸς ἀπόκοψιν, ἐκκοπήν, Γαλην. τόμ. 4 σ. 148D: ἐκκοπεῖς ἰσχυροί τε ἅμα καὶ ὀξεῖς: καὶ ὁ Λ. Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκκοπεῦσι ἀντὶ ἐκκοπεύσει ἐν Παύλῳ Αἰγιν. 6.88.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
cirug. escalpelo para excisiones de huesos ἐκκοπεῖς, ἰσχυρούς τε ἅμα καὶ ὀξεῖς Gal.2.592, cf. 627, 708, Heliod. en Orib.44.8.6, σμιλιωτοὶ ἐκκοπεῖς Chirurg.Fr.Pap.4.A.1.4, Orib.46.11.17, cf. Paul.Aeg.6.88.5, Anon.Med.Ferr.282.