διχηλέω: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(6_19) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διχηλέω''': ὁπλήν δ,, διῃρημένην, δισχιδῆ ἔχω τὴν ὁπλήν, Ἑβδ. Λευϊτ. 11. 2 κἑξ.), Φίλων 1. 320· ― οὕτω, διχηλεύω Κλήμ. Ἀλ. 298, 677. | |lstext='''διχηλέω''': ὁπλήν δ,, διῃρημένην, δισχιδῆ ἔχω τὴν ὁπλήν, Ἑβδ. Λευϊτ. 11. 2 κἑξ.), Φίλων 1. 320· ― οὕτω, διχηλεύω Κλήμ. Ἀλ. 298, 677. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[tener la pezuña hendida]] κτῆνος διχηλοῦν ὁπλήν LXX <i>Le</i>.11.3, <i>De</i>.14.6, 7, τό τε δ. καὶ τὸ μηρυκᾶσθαι el tener la pezuña hendida y el ser rumiante</i> Ph.2.353<br /><b class="num">•</b>expl. alegóricamente como [[discernir]] y ref. a la memoria πάντα γὰρ ὅσα διχηλεῖ ... τοῖς νοοῦσιν ἐκτίθεται τὸ τῆς μνήμης Aristeas 153, cf. Ph.1.320. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁπλὴν δ.
A divide the hoof, Arist.PA695a18 (v.l.), Aristeas 150, LXX Le.11.3, al., Ph.2.353 (διχηλεύω is v.l. in LXX De.14.6).
Greek (Liddell-Scott)
διχηλέω: ὁπλήν δ,, διῃρημένην, δισχιδῆ ἔχω τὴν ὁπλήν, Ἑβδ. Λευϊτ. 11. 2 κἑξ.), Φίλων 1. 320· ― οὕτω, διχηλεύω Κλήμ. Ἀλ. 298, 677.
Spanish (DGE)
tener la pezuña hendida κτῆνος διχηλοῦν ὁπλήν LXX Le.11.3, De.14.6, 7, τό τε δ. καὶ τὸ μηρυκᾶσθαι el tener la pezuña hendida y el ser rumiante Ph.2.353
•expl. alegóricamente como discernir y ref. a la memoria πάντα γὰρ ὅσα διχηλεῖ ... τοῖς νοοῦσιν ἐκτίθεται τὸ τῆς μνήμης Aristeas 153, cf. Ph.1.320.