διαμιγνύω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(Bailly1_2)
 
(big3_11)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=entremêler.<br />'''Étymologie:''' cf. [[διαμίγνυμι]].
|btext=entremêler.<br />'''Étymologie:''' cf. [[διαμίγνυμι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -νυμι Gal.14.471<br />[[mezclar]] τοὺς ... νόμους ἐν ἔπεσι Plu.2.1132e, αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην Gal.l.c., ἕκαστον δὲ τῶν εἰρημένων ἀλεύρων Gal.13.584, cf. 14.423, 489, en v. pas. διαμιχθέντα δὲ ταῦτα Them.<i>Or</i>.22.270d, cf. Gal.14.426.
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

French (Bailly abrégé)

entremêler.
Étymologie: cf. διαμίγνυμι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -νυμι Gal.14.471
mezclar τοὺς ... νόμους ἐν ἔπεσι Plu.2.1132e, αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην Gal.l.c., ἕκαστον δὲ τῶν εἰρημένων ἀλεύρων Gal.13.584, cf. 14.423, 489, en v. pas. διαμιχθέντα δὲ ταῦτα Them.Or.22.270d, cf. Gal.14.426.