διαρτύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_23)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρτύω''': κοσμῶ, [[καταρτίζω]], Βυζ.
|lstext='''διαρτύω''': κοσμῶ, [[καταρτίζω]], Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[diseñar]], [[preparar]] πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.<i>Hist</i>.48.2<br /><b class="num">•</b>[[preparar]], [[aderezar]] μυρεψικὸν δὲ οἶνον καλεῖ τὴν τῇ θείᾳ χάριτι διηρτυμένην διδασκαλίαν Thdt.M.81.201B, cf. 41A.
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρτύω Medium diacritics: διαρτύω Low diacritics: διαρτύω Capitals: ΔΙΑΡΤΥΩ
Transliteration A: diartýō Transliteration B: diartyō Transliteration C: diartyo Beta Code: diartu/w

English (LSJ)

   A dress, prepare: metaph., πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.Hist.p.248D.

Greek (Liddell-Scott)

διαρτύω: κοσμῶ, καταρτίζω, Βυζ.

Spanish (DGE)

diseñar, preparar πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.Hist.48.2
preparar, aderezar μυρεψικὸν δὲ οἶνον καλεῖ τὴν τῇ θείᾳ χάριτι διηρτυμένην διδασκαλίαν Thdt.M.81.201B, cf. 41A.