ἐκτρόπιον: Difference between revisions
From LSJ
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
(6_21) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτρόπιον''': τό, ἡ τοῦ βλεφάρου [[ἐκτροπή]], [[νόσος]] καθ’ ἣν τὸ [[βλέφαρον]] τρέπεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ φαίνεται τὸ ἐσωτερικόν, [[ὑπόφυσις]] σαρκὸς ἐν τῷ βλεφάρῳ, ἥτις βαροῦσα ἐκτρέπει τὸ [[βλέφαρον]], ἀντίθ. τῷ [[τριχίασις]], Κέλσ. 7. 7, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22. | |lstext='''ἐκτρόπιον''': τό, ἡ τοῦ βλεφάρου [[ἐκτροπή]], [[νόσος]] καθ’ ἣν τὸ [[βλέφαρον]] τρέπεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ φαίνεται τὸ ἐσωτερικόν, [[ὑπόφυσις]] σαρκὸς ἐν τῷ βλεφάρῳ, ἥτις βαροῦσα ἐκτρέπει τὸ [[βλέφαρον]], ἀντίθ. τῷ [[τριχίασις]], Κέλσ. 7. 7, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />medic. [[ectropión]], [[eversión del párpado]] Cels.7.7, Dem.Ophth. en Aët.7.73, Antyll. en Aët.7.74, Paul.Aeg.6.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A everted eyelid, a disease in which the lid is turned outward, opp. τριχίασις, Cels.7.7, Antyll. ap. Aët.7.74, Dem.Ophth.ib.73.
German (Pape)
[Seite 783] τό, der Fehler des Augenlides, wenn es sich nach Außen kehrt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρόπιον: τό, ἡ τοῦ βλεφάρου ἐκτροπή, νόσος καθ’ ἣν τὸ βλέφαρον τρέπεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ φαίνεται τὸ ἐσωτερικόν, ὑπόφυσις σαρκὸς ἐν τῷ βλεφάρῳ, ἥτις βαροῦσα ἐκτρέπει τὸ βλέφαρον, ἀντίθ. τῷ τριχίασις, Κέλσ. 7. 7, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22.
Spanish (DGE)
-ου, τό
medic. ectropión, eversión del párpado Cels.7.7, Dem.Ophth. en Aët.7.73, Antyll. en Aët.7.74, Paul.Aeg.6.12.