αὐτοδιήγητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_16)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοδιήγητος''': -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, [[αὐτόθι]].
|lstext='''αὐτοδιήγητος''': -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, [[αὐτόθι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[narrado por uno mismo o en primera persona]] op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοδιήγητος Medium diacritics: αὐτοδιήγητος Low diacritics: αυτοδιήγητος Capitals: ΑΥΤΟΔΙΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: autodiḗgētos Transliteration B: autodiēgētos Transliteration C: aftodiigitos Beta Code: au)todih/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A narrated in the first person, opp. dialogue, D.L.9.111.

German (Pape)

[Seite 397] selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοδιήγητος: -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, αὐτόθι.

Spanish (DGE)

-ον
narrado por uno mismo o en primera persona op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.