ἀρρύπαρος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_18)
 
(big3_7)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρύπᾰρος''': -ον, ὁ μὴ [[ῥυπαρός]], Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 40, σ. 671Β, Εὐστ. Πονημάτ. 152, 58: οὕτω καὶ ἄρρυπος, ον, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 119 κλ.
|lstext='''ἀρρύπᾰρος''': -ον, ὁ μὴ [[ῥυπαρός]], Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 40, σ. 671Β, Εὐστ. Πονημάτ. 152, 58: οὕτω καὶ ἄρρυπος, ον, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 119 κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀρύ- <i>Cat.Cod.Astr</i>.1.149.8, Gr.Naz.M.36.424B<br /><b class="num">1</b> [[limpio]], [[puro]], [[γλῶσσα]] Eust.<i>Op</i>.152.58<br /><b class="num">•</b>fig. εἰς δὲ δευτέραν ἡμέραν ὁ γάμος ἀρρυπαρότερος <i>An.Ox</i>.3.186.6, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.l.c., del nacimiento de Cristo, Cyr.H.<i>Catech</i>.12.32, 17.6.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin mancha]] υἱὸν ἀνθρώπου, ἐκ τῆς Παρθένου προελθόντα ... ἀ. Gr.Naz.l.c.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρύπᾰρος: -ον, ὁ μὴ ῥυπαρός, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 40, σ. 671Β, Εὐστ. Πονημάτ. 152, 58: οὕτω καὶ ἄρρυπος, ον, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 119 κλ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀρύ- Cat.Cod.Astr.1.149.8, Gr.Naz.M.36.424B
1 limpio, puro, γλῶσσα Eust.Op.152.58
fig. εἰς δὲ δευτέραν ἡμέραν ὁ γάμος ἀρρυπαρότερος An.Ox.3.186.6, cf. Cat.Cod.Astr.l.c., del nacimiento de Cristo, Cyr.H.Catech.12.32, 17.6.
2 adv. -ως sin mancha υἱὸν ἀνθρώπου, ἐκ τῆς Παρθένου προελθόντα ... ἀ. Gr.Naz.l.c.