ἀχύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(6_8)
(big3_8)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχύρωσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀναμιγνίειν τι μετ’ ἀχύρων, τῇ περὶ τὸν πηλὸν ἀχυρώσει Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 1.
|lstext='''ἀχύρωσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀναμιγνίειν τι μετ’ ἀχύρων, τῇ περὶ τὸν πηλὸν ἀχυρώσει Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[acción de mezclar paja]] c. barro en la construcción de nidos, Arist.<i>HA</i> 612<sup>b</sup>22, cf. <i>IAE</i> 40.11.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 420] ἡ, Mengung mit Spreu, ἡ περὶ τὸν πηλὸν αχ., vom Schwalbenneste, Arist. H. A. 9, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχύρωσις: -εως, ἡ, τὸ ἀναμιγνίειν τι μετ’ ἀχύρων, τῇ περὶ τὸν πηλὸν ἀχυρώσει Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de mezclar paja c. barro en la construcción de nidos, Arist.HA 612b22, cf. IAE 40.11.