ἀπεριόδευτος: Difference between revisions

From LSJ

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
(6_18)
 
(big3_5)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεριόδευτος''': -ον, ὁ μὴ περιοδευόμενος, [[ἀδιόρθωτος]], [[ἔθνος]] ἄνομον καὶ ἀπεριόδευτον ἐν πολλῇ ἀνομίᾳ καὶ ἀγνωσίᾳ χρηματίζον Γρηγέντιος σ. 87C.
|lstext='''ἀπεριόδευτος''': -ον, ὁ μὴ περιοδευόμενος, [[ἀδιόρθωτος]], [[ἔθνος]] ἄνομον καὶ ἀπεριόδευτον ἐν πολλῇ ἀνομίᾳ καὶ ἀγνωσίᾳ χρηματίζον Γρηγέντιος σ. 87C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha sido visitado]] fig. [[en estado salvaje]] [[ἔθνος]] ἄνομον καὶ ἀπεριόδευτον Greg.<i>Disp</i>.M.86.689C.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριόδευτος: -ον, ὁ μὴ περιοδευόμενος, ἀδιόρθωτος, ἔθνος ἄνομον καὶ ἀπεριόδευτον ἐν πολλῇ ἀνομίᾳ καὶ ἀγνωσίᾳ χρηματίζον Γρηγέντιος σ. 87C.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha sido visitado fig. en estado salvaje ἔθνος ἄνομον καὶ ἀπεριόδευτον Greg.Disp.M.86.689C.