ἀρραβωνίζω: Difference between revisions
οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
(6_2) |
(big3_7) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρραβωνίζω''': [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 1. 3. - Μέσ. παρ’ Ἐκκλ. [[ἐξασφαλίζω]] τι δι’ ἀρραβῶνος, ἡ [[χάρις]] τοῦ θεοῦ ἀρραβωνίζεται τοὺς ἀθλητὰς Ὠριγ. ΙΙ. 1045Α, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 285Α· «ἀρραβωνίζεται· ἀρραβῶνι δίδοται» Ἡσύχ. 2) μνηστεύομαι, ἀρραβωνίζομαι, «μνηστευόμενοι· ἀρραβωνιζόμενοι» Ἡσύχ. - Ἐν τῇ τελετῇ τοῦ ἀρραβῶνος, [[ὅταν]] ὁ ἱερεὺς θέτῃ τὸν [[δακτύλιον]] εἰς τὸν δάκτυλον τοῦ γαμβροῦ, λέγει: «ἀρραβωνίζεται ὁ [[δοῦλος]] τοῦ Θελοῦ (ὁ [[δεῖνα]]) τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ (τὴν [[δεῖνα]]) εἰς τὸ [[ὄνομα]] τοῦ πατρὸς κτλ.», [[ὅταν]] δὲ θέτῃ αὐτὸν εἰς τὸν δάκτυλον τῆς νύμφης, λέγει: «ἀρραβωνίζεται ἡ δοῦλη τοῦ Θεοῦ (ἡ [[δεῖνα]]) τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ (τὸν [[δεῖνα]]) εἰς τὸ [[ὄνομα]] κτλ.» Εὐχολόγ. 240 κἑξ. - Ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. -ωνικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀρραβῶνας, ὁ αὐτ. | |lstext='''ἀρραβωνίζω''': [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 1. 3. - Μέσ. παρ’ Ἐκκλ. [[ἐξασφαλίζω]] τι δι’ ἀρραβῶνος, ἡ [[χάρις]] τοῦ θεοῦ ἀρραβωνίζεται τοὺς ἀθλητὰς Ὠριγ. ΙΙ. 1045Α, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 285Α· «ἀρραβωνίζεται· ἀρραβῶνι δίδοται» Ἡσύχ. 2) μνηστεύομαι, ἀρραβωνίζομαι, «μνηστευόμενοι· ἀρραβωνιζόμενοι» Ἡσύχ. - Ἐν τῇ τελετῇ τοῦ ἀρραβῶνος, [[ὅταν]] ὁ ἱερεὺς θέτῃ τὸν [[δακτύλιον]] εἰς τὸν δάκτυλον τοῦ γαμβροῦ, λέγει: «ἀρραβωνίζεται ὁ [[δοῦλος]] τοῦ Θελοῦ (ὁ [[δεῖνα]]) τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ (τὴν [[δεῖνα]]) εἰς τὸ [[ὄνομα]] τοῦ πατρὸς κτλ.», [[ὅταν]] δὲ θέτῃ αὐτὸν εἰς τὸν δάκτυλον τῆς νύμφης, λέγει: «ἀρραβωνίζεται ἡ δοῦλη τοῦ Θεοῦ (ἡ [[δεῖνα]]) τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ (τὸν [[δεῖνα]]) εἰς τὸ [[ὄνομα]] κτλ.» Εὐχολόγ. 240 κἑξ. - Ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. -ωνικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀρραβῶνας, ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀρα- <i>IGLS</i> 1522.6 (V d.C.)<br /><b class="num">1</b> en cont. comerciales [[dar como anticipo, como garantía]] al comprar algo <i>PCair.Zen</i>.250.3 (III a.C.), cf. en v. med. Hsch.<br /><b class="num">2</b> gener. [[garantizar]], [[asegurar]] ἀνάστασιν ... ἐπανγιλάμενος κὲ ἀραβωνίσας <i>IGLS</i> l.c., cf. Cyr.Al.M.73.909D<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[recibir como garantía]] de los creyentes ἀδιακρίτως [[ἐνταῦθα]] ἠρραβωνισμένοι Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.29. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀρραβωνίζω: λαμβάνω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 1. 3. - Μέσ. παρ’ Ἐκκλ. ἐξασφαλίζω τι δι’ ἀρραβῶνος, ἡ χάρις τοῦ θεοῦ ἀρραβωνίζεται τοὺς ἀθλητὰς Ὠριγ. ΙΙ. 1045Α, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 285Α· «ἀρραβωνίζεται· ἀρραβῶνι δίδοται» Ἡσύχ. 2) μνηστεύομαι, ἀρραβωνίζομαι, «μνηστευόμενοι· ἀρραβωνιζόμενοι» Ἡσύχ. - Ἐν τῇ τελετῇ τοῦ ἀρραβῶνος, ὅταν ὁ ἱερεὺς θέτῃ τὸν δακτύλιον εἰς τὸν δάκτυλον τοῦ γαμβροῦ, λέγει: «ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θελοῦ (ὁ δεῖνα) τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ (τὴν δεῖνα) εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς κτλ.», ὅταν δὲ θέτῃ αὐτὸν εἰς τὸν δάκτυλον τῆς νύμφης, λέγει: «ἀρραβωνίζεται ἡ δοῦλη τοῦ Θεοῦ (ἡ δεῖνα) τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ (τὸν δεῖνα) εἰς τὸ ὄνομα κτλ.» Εὐχολόγ. 240 κἑξ. - Ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. -ωνικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀρραβῶνας, ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀρα- IGLS 1522.6 (V d.C.)
1 en cont. comerciales dar como anticipo, como garantía al comprar algo PCair.Zen.250.3 (III a.C.), cf. en v. med. Hsch.
2 gener. garantizar, asegurar ἀνάστασιν ... ἐπανγιλάμενος κὲ ἀραβωνίσας IGLS l.c., cf. Cyr.Al.M.73.909D
•en v. pas. recibir como garantía de los creyentes ἀδιακρίτως ἐνταῦθα ἠρραβωνισμένοι Clem.Al.Paed.1.6.29.