ἀκάπνιστος: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
(6_18) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκάπνιστος''': -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, [[μέλι]] ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400. | |lstext='''ἀκάπνιστος''': -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, [[μέλι]] ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀκάπνυσ- <i>Suppl.Mag</i>.97ue.12<br />[[no ahumado]], [[cogido sin necesidad de humo]] μέλι ἀκάπνιστον miel obtenida sin ahumar (las colmenas)</i>, Str.9.1.23, cf. Aët.15.15 (p.69), κυρύον (l. κηρίον) <i>Suppl.Mag</i>.l.c., κερὶν (<i>sic</i>) παρθένον ἢγουν ἀκάπνιστον <i>An.Athen</i>.1.77.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unsmoked, μέλι ἀ. honey taken without smoking the bees, Str.9.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάπνιστος: -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, μέλι ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀκάπνυσ- Suppl.Mag.97ue.12
no ahumado, cogido sin necesidad de humo μέλι ἀκάπνιστον miel obtenida sin ahumar (las colmenas), Str.9.1.23, cf. Aët.15.15 (p.69), κυρύον (l. κηρίον) Suppl.Mag.l.c., κερὶν (sic) παρθένον ἢγουν ἀκάπνιστον An.Athen.1.77.8.